- ολοεργός
- ὀλοεργός, -όν (Α)1. ολοεργής*2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργός (< ἔργον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλοεργόν — ὀλοεργός masc/fem acc sg ὀλοεργός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοεργοί — ὀλοεργός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek